- μεγαλοψόφητος
- μεγαλοψόφητος, -ον (Α)1. (για τα κύματα που παφλάζουν) αυτός που ηχεί δυνατά, παταγώδης2. μτφ. αυτός που θρηνεί δυνατά, μεγαλοφώνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -ψόφητος (< ψοφῶ «προκαλώ θόρυβο»), πρβλ. α-ψόφητος].
Dictionary of Greek. 2013.